ὁμοιόσκευος

From LSJ
Revision as of 12:15, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιόσκευος Medium diacritics: ὁμοιόσκευος Low diacritics: ομοιόσκευος Capitals: ΟΜΟΙΟΣΚΕΥΟΣ
Transliteration A: homoióskeuos Transliteration B: homoioskeuos Transliteration C: omoioskevos Beta Code: o(moio/skeuos

English (LSJ)

ον, in like dress or in like array, Str.17.3.7.

German (Pape)

[Seite 336] von ähnlicher Kleidung, ähnlichem Anzuge, Strab. XVII.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιόσκευος: -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν σκευὴν ἢ ἐνδυμασίαν, Στράβ. 828.

Greek Monolingual

ὁμοιόσκευος, -ον (Α)
αυτός που έχει την ίδια ενδυμασία ή τον ίδιο στολισμό με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(o)- + -σκευος (< σκευή «ενδυμασία»), πρβλ. ομόσκευος].