σωματοφυλακία

From LSJ
Revision as of 15:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμᾰτοφῠλᾰκία Medium diacritics: σωματοφυλακία Low diacritics: σωματοφυλακία Capitals: ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΙΑ
Transliteration A: sōmatophylakía Transliteration B: sōmatophylakia Transliteration C: somatofylakia Beta Code: swmatofulaki/a

English (LSJ)

ἡ, guarding the body or person, D.S.16.93, 17.65.

German (Pape)

[Seite 1060] ἡ, Beschützung des Leibes, Leibmache, D. Sic. 16, 93.

Russian (Dvoretsky)

σωμᾰτοφῠλᾰκία:служба телохранителей, личная охрана Diod., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοφῠλᾰκία: ἡ, τὸ σωματοφυλακεῖν, Διόδ. 16, 93, 17. 65.

Greek Monolingual

ἡ, Α
σωματοφύλαξ, -ακος]
η ιδιότητα του σωματοφύλακα, το να είναι κανείς σωματοφύλακας («κατὰ τὴν σωματοφυλακίαν προῆγεν αὐτὸν ἐντίμως», Διόδ.).