ἀνάγνιστος
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
English (LSJ)
ον, unpurified, unexpiated, Orph.A.1231.
Spanish (DGE)
-ον no purificado ἀλπροσύναι Orph.A.1231.
German (Pape)
[Seite 184] nicht gesühnt, Orph. Arg. 1229.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάγνιστος: -ον, ὁ μὴ ἡγνισμένος, μὴ κεκαθαρμένος, Ὀρφ. Ἀργ. 1229.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάγνιστος, -ον) ἁγνίζω
αυτός που δεν εξαγνίστηκε, άναγνος, μιαρός.