κακορρημοσύνη
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
ἡ, evil-speaking, Plb.8.10.3; slander, Poll.8.80.
Greek Monolingual
κακορρημοσύνη, ἡ (Α) κακορρήμων
κακολογία.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκορρημοσύνη: ἡ злая речь Polyb.