κακορρημοσύνη
From LSJ
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
English (LSJ)
ἡ, evil-speaking, Plb.8.10.3; slander, Poll.8.80.
Greek Monolingual
κακορρημοσύνη, ἡ (Α) κακορρήμων
κακολογία.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκορρημοσύνη: ἡ злая речь Polyb.