Κυκλειών
From LSJ
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, name of month at Ceos, Ath.Mitt.49.138 (iv B.C.).
Greek Monolingual
Κυκλειών, -ῶνος, ὁ (Α) ονομασία μήνα στην Κέα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < κύκλος + επίθημα -ιών, που απαντά συχνά σε ονομασίες μηνών (πρβλ. Ανθεστηριών, Ελαφηβολιών)
το -ει- του τ. κατ' επίδραση του Κύκλεια, ονομασία γιορτής].