ἰσόπετρος

From LSJ
Revision as of 10:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόπετρος Medium diacritics: ἰσόπετρος Low diacritics: ισόπετρος Capitals: ΙΣΟΠΕΤΡΟΣ
Transliteration A: isópetros Transliteration B: isopetros Transliteration C: isopetros Beta Code: i)so/petros

English (LSJ)

ον, gloss on ἀντίπετρος, Sch.S.OC192.

German (Pape)

[Seite 1265] felsengleich, steinhart, Erkl. von ἀντίπετρος, Schol. Soph. O. C. 188.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόπετρος: -ον, ὅμοιος πέτρᾳ, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 192.

Greek Monolingual

ἰσόπετρος, -ον (ΑΜ)
μσν.
(για τον άγιο Ιωάννη) ίσος, ισάξιος με τον απόστολο Πέτρο
αρχ.
ὅμοιος με πέτρα, βραχώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἰσόπετρος< ἰσ(ο)- + πέτρα, ενὼ το μσν. ἰσόπετρος < ἰσ(ο)- + Πέτρος].