διασφετερίζομαι
From LSJ
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
English (LSJ)
f.l. for σφετερίζομαι, Ph.2.130.
Spanish (DGE)
hacer propio, apropiarse de τὴν λείαν μόνοι διασφετερίσασθαι διανοηθέντες Ph.2.130 (cód.), τι[νὰ μὲν τούτ] ων (τῶν γονέων) διεσφετηρί[σαν] τό τινα δὲ καὶ ἀπηνέγκα<ν>το PLond.inv.2222.7 (IV d.C.) en Miscell.Papyr.Borg.p.507.
German (Pape)
[Seite 605] verstärktes simplex, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
διασφετερίζομαι: ἐπιτεταμ. σφετερίζομαι, Φίλων 2. 130.