καταστάθμησις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ, accurate measurement, Epicur.Nat.11.5.
German (Pape)
[Seite 1381] ἡ, astronomische Beobachtung, Epicur.
Russian (Dvoretsky)
καταστάθμησις: εως ἡ астрономическое измерение или наблюдение Epicur.
Greek (Liddell-Scott)
καταστάθμησις: ἡ, ἡ διὰ τῆς στάθμης (ἀστρονομικοῦ ὀργάνου) ἐξέτασις, Ἐπίκ. π. φυσ. σ. 18, Orelli.
Greek Monolingual
καταστάθμησις, ἡ (Α)
(σχετικά με αστρον. όργανο) η μέτρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στάθμησις «μέτρηση» (< σταθμῶ «μετρώ»)].