κατεμπάζω
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
= καταλαμβάνω, ὁπόταν χρειώ σε -εμπάζῃ Nic.Th.695.
German (Pape)
[Seite 1395] = simpl., Nic. Ther. 695, vom Schol. καταλαμβάνω erkl.
Greek (Liddell-Scott)
κατεμπάζω: καταλαμβάνω, κατεπείγω, Νικ. Θ. 695.
Greek Monolingual
κατεμπάζω (Α)
καταλαμβάνω («ὁπόταν χρειώ σε κατεμπάζῃ», Νίκ.).