περιστρόγγυλος
From LSJ
English (LSJ)
ον, perfectly round, Ath.Mech.38.11.
Greek (Liddell-Scott)
περιστρόγγῠλος: -ον, ὅλως στρογγύλος, καταστρόγγυλος, Ἀθήν. περὶ Μηχανημάτ. σ. 11.
Greek Monolingual
-ον, Α. στρογγύλος
τελείως σφαιρικός, ολοστρόγγυλος.