ἀλληγορητής

From LSJ
Revision as of 12:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλληγορητής Medium diacritics: ἀλληγορητής Low diacritics: αλληγορητής Capitals: ΑΛΛΗΓΟΡΗΤΗΣ
Transliteration A: allēgorētḗs Transliteration B: allēgorētēs Transliteration C: alligoritis Beta Code: a)llhgorhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, allegorical expounder, Eust.123.32.

Spanish (DGE)

-οῦ
que explica por alegorías, alegorista Thdt.M.80.137D, Procop.Gaz.M.87.220A, cf. Eust.123.32.

German (Pape)

[Seite 102] ὁ, allegorischer Erklärer; μύθων, heißt Palaephatus, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλληγορητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀλληγορικῶς ἑρμηνεύων, ἑρμηνευτὴς ἀλληγορικός, Θεοδώρητ., Εὐστ.: - ἀλληγοριστῶν, Εὐσέβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 271Α, ἔνθα ὁ Δινδ. -ητῶν.

Greek Monolingual

και αλληγοριστής, ο (Α ἀληγορητής) ἀλληγορῶ
αυτός που παριστάνει ή ερμηνεύει κάτι αλληγορικά.