ἰκριοποιός
From LSJ
Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
English (LSJ)
ὁ, maker of scaffolding or benches, Poll. 7.125.
Greek (Liddell-Scott)
ἰκριοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων ἴκρια ἢ θρανία, Πολυδ. Η΄, 125.
Greek Monolingual
ἰκριοποιός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει ικρία ή θρανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκριον + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. ζυγοποιός, κλειδοποιός.