διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Full diacritics: προανακλίνω | Medium diacritics: προανακλίνω | Low diacritics: προανακλίνω | Capitals: ΠΡΟΑΝΑΚΛΙΝΩ |
Transliteration A: proanaklínō | Transliteration B: proanaklinō | Transliteration C: proanaklino | Beta Code: proanakli/nw |
[ῑ], push back first, πυλίδα Procop.Goth.2.13.
Α
ωθώ κάτι προς τα πίσω εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀνακλίνω «έχω κλίση προς τα πάνω, ωθώ προς τα πίσω»].