ἐμβρυοτόμος

From LSJ
Revision as of 15:46, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβρῠοτόμος Medium diacritics: ἐμβρυοτόμος Low diacritics: εμβρυοτόμος Capitals: ΕΜΒΡΥΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: embryotómos Transliteration B: embryotomos Transliteration C: emvryotomos Beta Code: e)mbruoto/mos

English (LSJ)

ὁ, instrument for cutting up the foetus, Sor.2.63.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ medic. instrumento para escindir el feto muerto, Sor.4.5.78, Anon.Med.Ferr.282.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβρυοτόμος: ὁ, τέμνων ἔμβρυον, ἐργαλεῖον μαιευτικόν, Κοντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 319.

Greek Monolingual

ο (AM ἐμβρυοτόμος)
χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για εμβρυοτομία σε κύημα που έχει πεθάνει μέσα στη μήτρα.