ἑνδεκάχορδος
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
English (LSJ)
[ᾰ], ον, eleven-stringed, λύρα Ion Eleg.3.1.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
de once cuerdas λύρα Io Eleg.5.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἑνδεκάχορδος: -ον, μὲ ἕνδεκα χορδάς, λύρα Ἴων 3, Bgk.· ἀλλ. δεκάχ-.