συγκαμπτός

From LSJ
Revision as of 15:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαμπτός Medium diacritics: συγκαμπτός Low diacritics: συγκαμπτός Capitals: ΣΥΓΚΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: synkamptós Transliteration B: synkamptos Transliteration C: sygkamptos Beta Code: sugkampto/s

English (LSJ)

ή, όν, flexed, Arist.IA709b7.

German (Pape)

[Seite 964] zusammengebogen, Sp.

Russian (Dvoretsky)

συγκαμπτός: [adj. verb. к συγκάμπτω согнутый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαμπτός: -ή, -όν, συγκεκαμμένος, κεκαμμένος, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 9. 11.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συγκάμπτω
λυγισμένος, καμπύλος.