ὀχός
From LSJ
Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich
English (LSJ)
όν, (ἔχω) firm, secure, Ph.Byz.Mir.1.5.
German (Pape)
[Seite 431] haltend, tragend, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχός: -ή, -όν, (ἔχω) ὁ κρατῶν, βαστάζων τι, Φίλων Βυζ. π. τῶν ἑπτὰ Θαυμ. 1.
Greek Monolingual
ὀχός, -ή, -όν (Α)
σταθερός, στέρεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ- του ἔχω (Ι). Ο τ. εμφανίζεται ευρύτατα στα σύνθ. σε -οχος (πρβλ. δρύοχος, ηνίοχος)].