λιπότεκνος
From LSJ
English (LSJ)
ον, childless, οἶκος Pi.Parth.1.16.
English (Slater)
λῐπότεκνος without children ἀλλ' ᾧτινι μὴ λιπότεκνος σφαλῇ πάμπαν οἷκος pr. Παρθ. 1. 16.
Greek Monolingual
λιπότεκνος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει παιδιά, στερημένος τέκνων, άτεκνος («λιπότεκνος οἶκος», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + τέκνον.