παραθάπτω
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
bank up at the sides, BGU1121.24 (i B. C.).
Greek Monolingual
Α
γεμίζω διώρυγα ή αυλάκι ώστε να διατηρείται κανονικά η αύλακα του ύδατος.