λυπρόβιος

Revision as of 18:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

ον, leading a wretched life, Str.7.5.12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit tristement, misérablement.
Étymologie: λυπρός, βίος.

Greek (Liddell-Scott)

λυπρόβιος: -ον, ὁ βιῶν ἀθλίως, Στράβ. 318.

Greek Monolingual

λυπρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει άθλια ζωή, στερημένα, στενόχωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός + -βιος (< βίος), πρβλ. λιμνόβιος, νυκτερόβιος].

Greek Monotonic

λυπρόβιος: -ον, αυτός που διάγει άθλια ζωή.

Middle Liddell

λυπρό-βιος, ον
leading a wretched life.

German (Pape)

kümmerlich lebend, Strab. VII.318.