Πυληγενής
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
= Πυλοιγενής, h.Ap.398,424 codd., Euph.63.
Russian (Dvoretsky)
Πῠληγενής: HH = Πυλοιγενής.
Greek (Liddell-Scott)
Πῠληγενής: ἴδε Πυλοιγενής.
English (Autenrieth)
see Πυλοιγενής.
Greek Monotonic
Πῠληγενής: = Πυλοιγενής.
Middle Liddell
= Πυλοιγενής.]