μελάνστερνος

From LSJ
Revision as of 06:55, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάνστερνος Medium diacritics: μελάνστερνος Low diacritics: μελάνστερνος Capitals: ΜΕΛΑΝΣΤΕΡΝΟΣ
Transliteration A: melánsternos Transliteration B: melansternos Transliteration C: melansternos Beta Code: mela/nsternos

English (LSJ)

ον, black-breasted, Jo.Gaz.2.126.

German (Pape)

[Seite 120] = μελανόστερνος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελάνστερνος: -ον, = μελανόστερνος, νεφέλης μελανστέρνοιο καλύπτρην Ἰω. Γάζης Ἔκφρασις Εἰκόν. Κόσμ. 2. 126.

Greek Monolingual

μελάνστερνος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρο στέρνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + στέρνον (πρβλ. ευρύστερνος)].