μελάνστερνος
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
ον, black-breasted, Jo.Gaz.2.126.
German (Pape)
[Seite 120] = μελανόστερνος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μελάνστερνος: -ον, = μελανόστερνος, νεφέλης μελανστέρνοιο καλύπτρην Ἰω. Γάζης Ἔκφρασις Εἰκόν. Κόσμ. 2. 126.
Greek Monolingual
μελάνστερνος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρο στέρνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + στέρνον (πρβλ. ευρύστερνος)].