προσυλάκτησις
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
εως, ἡ, carping, Simp.in Ph.1182.38.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α προσυλακτῶ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσυλακτῶ
2. μτφ. ονειδισμός, προσβολή, συκοφαντία.