ἐάρτερος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον, poet. for ἐαρινός, Nic.Th.380.
Spanish (DGE)
-ον
1 primaveral πρόσθε βοῆς κόκκυγος ἐαρτέρου antes del canto primaveral del cuco Nic.Th.380
•fig. dulce, suave Hsch.ε 37.
2 ἐάρτερα· πυκνά. χρόνια Hsch.
German (Pape)
[Seite 698] poet. = ἐαρινός, Nic. Th. 380.
Greek (Liddell-Scott)
ἐάρτερος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ ἐαρινός, Νικ. Θ. 380.