δορίκτυπος

From LSJ
Revision as of 12:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐκτῠπος Medium diacritics: δορίκτυπος Low diacritics: δορίκτυπος Capitals: ΔΟΡΙΚΤΥΠΟΣ
Transliteration A: doríktypos Transliteration B: doriktypos Transliteration C: doriktypos Beta Code: dori/ktupos

English (LSJ)

ον, spear-clashing, Pi.N.3.60.

Spanish (DGE)

(δορίκτῠπος) -ον
1 acompañado del fragor de las lanzas, ἀλαλά Pi.N.3.60.
2 que entrechoca la lanza de pers. δορικτύπων Αἰακιδᾶν Pi.N.7.9.

German (Pape)

[Seite 658] speerklingend; ἀλαλά Pind. N. 3, 57; Αἰακίδαι 7, 9.

Russian (Dvoretsky)

δορίκτῠπος: бряцающий копьями (Τροία, Αἰακίδαι Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

δορίκτῠπος: -ον, ὁ τὰς λόγχας κτυπῶν, συγκροτῶν, Πίνδ. Ν. 3. 103.

English (Slater)

δορίκτῠπος, -ον of, with clashing spears πεμφθεὶς ὑπὸ Τροίαν δορίκτυπον ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν (edd. refer the adj. to either Τροίαν or ἀλαλάν) (N. 3.60) πόλιν γὰρ φιλόμολπον οἰκεῖ δορικτύπων Αἰακιδᾶν (N. 7.9)

Greek Monolingual

δορίκτυπος, -ον (Α)
αυτός αντηχεί από τα χτυπήματα τών δοράτων.