ἐνοικήσιμος
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ον, habitable, Sch.S.OC27.
Spanish (DGE)
-ον habitable Sch.S.OC 27P.
German (Pape)
[Seite 849] bewohnbar, Schol. Soph. O. C. 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοικήσιμος: -ον, ὃν δύναταί τις νὰ κατοικήσῃ, κατάλληλος πρὸς κατοικίαν, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 27.
Greek Monolingual
ἐνοικήσιμος, -ον (Α) ενοικώ
ο κατάλληλος για κατοικία, κατοικήσιμος.