Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
Full diacritics: νήφρων | Medium diacritics: νήφρων | Low diacritics: νήφρων | Capitals: ΝΗΦΡΩΝ |
Transliteration A: nḗphrōn | Transliteration B: nēphrōn | Transliteration C: nifron | Beta Code: nh/frwn |
ονος, ὁ, ἡ, foolish, Claudian.Gig.2.23.
νήφρων, ὁ, ἡ (Α)
μωρός, ανόητος, άφρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. άφρων].