κιναιδεύομαι
From LSJ
English (LSJ)
to be a κίναιδος, Sch.Luc.JTr.8.
German (Pape)
[Seite 1438] = κιναιδίζομαι, Schol. Luc. Iov. trag. 8.
Greek (Liddell-Scott)
κῐναιδεύομαι: ἀποθετ., εἶμαι κίναιδος, Σχόλ. Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 8.
Full diacritics: κῐναιδεύομαι | Medium diacritics: κιναιδεύομαι | Low diacritics: κιναιδεύομαι | Capitals: ΚΙΝΑΙΔΕΥΟΜΑΙ |
Transliteration A: kinaideúomai | Transliteration B: kinaideuomai | Transliteration C: kinaideyomai | Beta Code: kinaideu/omai |
to be a κίναιδος, Sch.Luc.JTr.8.
[Seite 1438] = κιναιδίζομαι, Schol. Luc. Iov. trag. 8.
κῐναιδεύομαι: ἀποθετ., εἶμαι κίναιδος, Σχόλ. Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 8.
κιναιδεύομαι (Α) κίναιδος
είμαι κίναιδος.