μονομάχημα
From LSJ
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
English (LSJ)
ατος, τό, single combat, Eust.387.5.
German (Pape)
[Seite 204] τό, der Zweikampf, Eust. 387, 6.
Greek (Liddell-Scott)
μονομάχημα: τό, μονομαχία, Εὐστ. 387. 5.
Greek Monolingual
μονομάχημα και μονομάχισμα, τὸ (Μ) μονομαχώ
μονομαχία.