μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Full diacritics: νάπειον | Medium diacritics: νάπειον | Low diacritics: νάπειον | Capitals: ΝΑΠΕΙΟΝ |
Transliteration A: nápeion | Transliteration B: napeion | Transliteration C: napeion | Beta Code: na/peion |
[ᾱ], τό, = νᾶπυ, Nic.Al.430.
[Seite 229] τό, = νᾶπυ, Nic. Al. 430.
νάπειον: [ᾱ], τό, = νᾶπυ, Νικ. Ἀλεξιφ. 430.
νάπειον, τὸ (Α)
το φυτό νάπυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νᾶπυ, κατά τα γήτ-ειον, κών-ειον].