μυσάζω
From LSJ
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
English (LSJ)
= μυσάττομαι, Aq. 1 Ki.25.26.
German (Pape)
[Seite 222] = μυσάττω, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μῠσάζω: (μύσος) = μυσάττομαι, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ.
Greek Monolingual
μυσάζω (Α) μύσος
μυσάττομαι.