ἀλλεπαλληλία

From LSJ
Revision as of 12:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλεπαλληλία Medium diacritics: ἀλλεπαλληλία Low diacritics: αλλεπαλληλία Capitals: ΑΛΛΕΠΑΛΛΗΛΙΑ
Transliteration A: allepallēlía Transliteration B: allepallēlia Transliteration C: allepallilia Beta Code: a)llepallhli/a

English (LSJ)

ἡ, accumulation, Eust.12.3. ἀλλεπάλληλος, ον, one upon another, successive, ῥανίδες EM702.20; νῆσσαι Sch.Arat. 982; cumulative, σύνθεσις (as in συν-ομ-ήλικες) EM291.37; τὸ ἀ. accumulation, Paus.9.39.4; alternating, varying, δρόμοι Vett. Val.331.22; constantly changing, ἀποτελέσματα 243.29. Adv. -ως in varied style, 272.23:—also, in layers, of stones, Arg.E.Ph.:—perhaps to be written divisim ἄλλ' ἐπ., Alciphr.Fr.6.11.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ acumulación c. gen. τῶν φωνηέντων Eust.12.3.

German (Pape)

[Seite 102] ὴ, die Häufung Eines auf das Andere, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλεπαλληλία: ἡ, ἐπισώρευσις, Εὐστ. 12. 3.

Greek Monolingual

η (Μ ἀλλεπαλληλία) ἀλλεπάλληλος
αλληλοδιάδοχη παράθεση πολλών πραγμάτων, συνέχεια (τοπικά ή χρονικά), επισώρευση, συσσώρευση, συρροή.