ἀλλεπαλληλία
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
ἡ, accumulation, Eust.12.3. ἀλλεπάλληλος, ον, one upon another, successive, ῥανίδες EM702.20; νῆσσαι Sch.Arat. 982; cumulative, σύνθεσις (as in συν-ομ-ήλικες) EM291.37; τὸ ἀ. accumulation, Paus.9.39.4; alternating, varying, δρόμοι Vett. Val.331.22; constantly changing, ἀποτελέσματα 243.29. Adv. -ως in varied style, 272.23:—also, in layers, of stones, Arg.E.Ph.:—perhaps to be written divisim ἄλλ' ἐπ., Alciphr.Fr.6.11.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ acumulación c. gen. τῶν φωνηέντων Eust.12.3.
German (Pape)
[Seite 102] ὴ, die Häufung Eines auf das Andere, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλεπαλληλία: ἡ, ἐπισώρευσις, Εὐστ. 12. 3.
Greek Monolingual
η (Μ ἀλλεπαλληλία) ἀλλεπάλληλος
αλληλοδιάδοχη παράθεση πολλών πραγμάτων, συνέχεια (τοπικά ή χρονικά), επισώρευση, συσσώρευση, συρροή.