συφός

From LSJ
Revision as of 16:32, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῠφός Medium diacritics: συφός Low diacritics: συφός Capitals: ΣΥΦΟΣ
Transliteration A: syphós Transliteration B: syphos Transliteration C: syfos Beta Code: sufo/s

English (LSJ)

ὁ, = συφεός, Lyc.676, Poll.7.187.

Greek (Liddell-Scott)

σῠφός: ὁ, = συφεός, στένοντες ἄτας ἐν συφοῖσο φορβάδες, «χοίρων κοίταις, χοίρων μάνδραις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 676· «συφεοὶ καὶ συφοὶ καὶ χοιροκομεῖα» Πολυδ. Α΄, 251.

Greek Monolingual

ὁ, Α
χοιροστάσιο, συφεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του συφεός].

German (Pape)

ὁ, = συφεός, Lycophr. 875.