οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Full diacritics: Μναμόνα | Medium diacritics: Μναμόνα | Low diacritics: Μναμόνα | Capitals: ΜΝΑΜΟΝΑ |
Transliteration A: Mnamóna | Transliteration B: Mnamona | Transliteration C: Mnamona | Beta Code: *mnamo/na |
= Μνημοσύνη, Ar.Lys.1248.
Μναμόνα, ἡ (Α)
η μητέρα τών Μουσών, η Μνημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μνήμων, πιθ. συντετμημένος τ. του Μναμοσύνη (πρβλ. ευφροσύνη: ευφρόνη)].