κατηγορουμένως

From LSJ
Revision as of 01:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατηγορουμένως Medium diacritics: κατηγορουμένως Low diacritics: κατηγορουμένως Capitals: ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΣ
Transliteration A: katēgorouménōs Transliteration B: katēgoroumenōs Transliteration C: katigoroumenos Beta Code: kathgoroume/nws

English (LSJ)

v. κατηγορέω 111.2.

Greek Monolingual

κατηγορουμένως (Α)
επίρρ. κατηγορηματικά, απερίφραστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. κατηγορούμενος του ρ. κατηγοροῦμαι].