θυμιάζω
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
= -ιάω, Gp.12.8.8.
Spanish
Greek Monolingual
(ΑΜ θυμιάζω)
θυμιατίζω, καίω θυμίαμα, καπνίζω με θυμίαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. παράλλ. τ. του θυμιώ].
Léxico de magia
quemar para producir humo τὴν βοτάνην θυμιάσας ῥητίνῃ ἐκ πίτυος quemando la planta con resina de pino P IV 2970 εἶτα κῦφι θυμιάσας καὶ τὴν διὰ τοῦ γάλακτος σπονδὴν χεάμενος luego quema kifi y hace la libación con leche P IV 2971 P LVIII 20 (fr. lac.)