πλάστειρα

From LSJ
Revision as of 16:05, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλάστειρα Medium diacritics: πλάστειρα Low diacritics: πλάστειρα Capitals: ΠΛΑΣΤΕΙΡΑ
Transliteration A: plásteira Transliteration B: plasteira Transliteration C: plasteira Beta Code: pla/steira

English (LSJ)

fem. of πλάστης, Orph.H.10.20; φύσις APl.4.310 (Damoch.).

German (Pape)

[Seite 625] ἡ (fem. von πλαστήρ), Bildnerinn; Damoch. 4 ( Plan. 3101, Maneth. 4. 559.

Greek (Liddell-Scott)

πλάστειρα: θηλ. τοῦ πλάστης, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 20, Ἀνθ. Πλαν. 310. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
θηλ. του πλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάστης + κατάλ. θηλ. -ειρα (πρβλ. πρέσβειρα)].

Greek Monotonic

πλάστειρα: θηλ. του πλάστης, σε Ανθ.