αἰρώδης
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
αἰρώδες, apt to be infested with darnel, πυρός Thphr. HP 8.4.6.
Spanish (DGE)
-ες
que tiene cizaña πυρός Thphr.HP 8.4.6, ὄλυρα PTeb.857.18, 35 (II a.C.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰρώδης: -ες, (εἶδος) = αἰρικός, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 8. 4, 6.