θησαυρώδης
From LSJ
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
English (LSJ)
θησαυρώδες, filled with treasure, τάφοι Philostr.VA7.23.1.
German (Pape)
[Seite 1211] ες, schatzartig, τάφοι Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
θησαυρώδης: -ες, πλήρης θησαυροῦ, τάφοι Φιλόστρ. 303.
Greek Monolingual
θησαυρώδης, -ες (Α) θησαυρός
γεμάτος θησαυρούς.