γλαύκος

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus

Source

Greek Monolingual

ο (Α γλαῡκος)
νεοελλ.
ονομασία γαστερόποδου με γλαυκό χρώμα
αρχ.
1. ψάρι με γλαυκό χρώμα
2. (φρ). «γλαύκου τέχνη» — μαγική τέχνη, μεγάλη ανακάλυψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός. Το ψάρι γλαύκος πήρε αυτή την ονομασία από το χρώμα του].