δυσέργως
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
French (Bailly abrégé)
adv.
paresseusement, péniblement.
Étymologie: δύσεργος.
Russian (Dvoretsky)
δυσέργως: с трудом, вяло (κινεῖσθαι Plut.).