ἀντιστηριγμός
From LSJ
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
English (LSJ)
ὁ, blocking the way, resistance, ἀνακοπαὶ καὶ -μοί D.H.Dem.38; -μοὶ γραμμάτων Id.Comp. 16.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
gram. resistencia, pronunciación prolongada ἀντιστηριγμοὺς γραμμάτων D.H.Comp.65.15, cf. Dem.38.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιστηριγμός: -οῦ, ὁ, ἀντωθισμός, ἀνακοπάς τε ποιήσει συλλαβῶν, καὶ ἀναβολὰς χρόνων, καὶ ἀντιστηριγμοὺς γραμμάτων Δίον. Ἁλ. π. Συνθ. Ὀνομ. (ἔκδ. Reiske τ. V. σ. 99, 10)· ἴδε ἐν λ. στηριγμὸς II. 3.
Greek Monolingual
ἀντιστηριγμός, ο (Α)
η αντίσταση, η παρεμπόδιση.
German (Pape)
ὁ, das Widerstreben; bei Dion.Hal. C.V. 16 p. 209 das Zusammentreffen solcher Konsonanten, die sich nicht zusammen aussprechen lassen.