ἀκέρατος

From LSJ
Revision as of 11:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκέρᾱτος Medium diacritics: ἀκέρατος Low diacritics: ακέρατος Capitals: ΑΚΕΡΑΤΟΣ
Transliteration A: akératos Transliteration B: akeratos Transliteration C: akeratos Beta Code: a)ke/ratos

English (LSJ)

ἀκέρατον, (< κέρας) without horns, hornless, Pl. Plt. 265c sq., Arist. HA 501a14, al.

Spanish (DGE)

-ον
sin cuernos Pl.Plt.265c, ἀγέλη Arist.HA 501a14, βοῦς Cat. en Par.Pal.21.

German (Pape)

(κέρας), ungehörnt, Plat. Polit. 265c; Arist. H.A. 8.28.

Russian (Dvoretsky)

ἀκέρατος: безрогий (τὸ μέρος τῆς ἀγέλης Plat.; κάμηλος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκέρᾱτος: -ον, (κέρας) ὁ ἄνευ κεράτων, Πλάτ. Πολιτικ. 265C, κἑξ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 51, καὶ ἀλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκέρατος, -ον) κέρας
1. αυτός που δεν έχει κέρατα (για ζώα) ή δεν έχει κεραίες (για έντομα).