γλωττοειδής
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
γλωττοειδές, tongue-shaped, Arist.HA528b30; γλωσσ, v.l. in Dsc.4.88.
Russian (Dvoretsky)
γλωττοειδής: имеющий форму языка Arst.
Greek (Liddell-Scott)
γλωττοειδής: ἐς, ἔχων σχῆμα γλώσσης, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 2, 22, κτλ.· ἐν Διοσκ. 2. 216 γλωσσοειδής.
Greek Monolingual
-ές (AM)
βλ. γλωσσοειδής.