αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
ο (AM ἀφανισμός) αφανίζω
όλεθρος, καταστροφή
αρχ.
αστρον. έκλειψη (του Ήλιου ή της Σελήνης).