αρπαχτός

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἁρπακτός, -ή, -όν) αρπάζω
αυτός που αποκτήθηκε με αρπαγή, ο κλοπιμαίος
νεοελλ.
1. ο βιαστικός ή αυτός που γίνεται βιαστικά
2. επίρρ. αρπαχτά
βιαστικά, γρήγορα, πρόχειρα
αρχ.
ο ριψοκίνδυνος.