διοσημεία
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
présage, signe céleste, tonnerre ou éclair.
Étymologie: Διός, σημεῖον.
Russian (Dvoretsky)
διοσημεία: ἡ небесное знамение Diod., Plut.
German (Pape)
ἡ, nach EM. τὰ ἐκ τοῦ ἀέρος σημεῖα, Zeichen von Zeus, Himmels-, Lufterscheinungen, bes. Donner und Blitz, Plut. Galb. 23 und öfter. Die Form διοσημεῖα, wie Arats Gedicht betitelt ist, ist zweifelhaft; der gen. scheint immer διοσημειῶν zu schreiben, Iambl. vit. Pyth. p. 124 und Polyaen. 1.32.2; bei DS. 2.19 schwankt die Lesart sehr.