εποκέλλω

From LSJ
Revision as of 15:50, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τεῑχ" to "τεῖχ")

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288

Greek Monolingual

ἐποκέλλω (Α)
1. σπρώχνω στην ξηρά, ρίχνω έξω («ἐπώκελλον γὰρ τὰ πλοῑα τετιμημένα χρημάτων», Θουκ.)
2. (αμτβ.) (για πλοία) εξοκέλλω, καθίζω («καὶ μίαν μὲν ἐποκείλασαν κατὰ τὸ ἱερὸν τοῦ Πρωτεσιλάου», Θουκ.)
3. εισέρχομαι, εισπλέω («ταύτας δὲ ἐκέλευσεν ἐν κύκλῳ περιπλεούσας τὸ τεῖχος ἐποκέλλειν... καὶ ἀνακωχεύειν», Αρρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οκέλλω].