επικουρώ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
Greek Monolingual
(AM ἐπικουρῶ, -έω) επίκουρος
βοηθώ, συντρέχω («ἀλλὰ ἑ Μοῑρα ἦγ’ ἐπικουρήσοντα μετὰ Πρίαμόν τε καὶ υἷας», Ομ. Ιλ.)
μσν.
υπερασπίζω
αρχ.
1. (με δοτ. προσ.) βοηθώ κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση («ἀλλ’ ἐπικουρῶν κρύβδην ἑτέροισι ποιηταῑς», Αριστοφ.)
2. (για πράγμ.) είμαι χρήσιμος, ωφέλιμος σε κάποιον
3. προφυλάσσω κάποιον από κάτι («εἴ τῳ χειμώνᾳ ἐπεκούρησα», Ξεν.)
4. προμηθεύω
5. (με δοτ. πράγμ.) ανακουφίζω από κάτι («ἀξιάγαστον δ’ αὐτοῦ καὶ τὸ ἐπικουρῆσαι τῷ τῶν ἀγαθῶν γήρᾳ», Ξεν.)
6. φροντίζω για κάτι, αντιμετωπίζω επιτυχώς («οὐδέ γε εἰ τέχνην τινά ἐργάζεται ἐπικουρῶν τῇ ἀναγκαίᾳ τροφῇ», Αισχίν.)
7. υπηρετώ ως μισθοφόρος στρατιώτης.